φωσφορυλίωση

φωσφορυλίωση
η, Ν
1. χημ. η χημική αντίδραση εισαγωγής τής ρίζας φωσφορύλιο στο μόριο μιας οργανικής ένωσης
2. (βιοχ.) η προσθήκη μιας φωσφορυλομάδας (ΡΟ3-2) σε μια οργανική ένωση
3. φρ. «οξειδωτική φωσφορυλίωση»
(βιοχ.) διεργασία με την οποία οι αερόβιοι οργανισμοί διατηρούν τη χημική ενέργεια που περικλείεται στις τροφές τους και τήν καθιστούν διαθέσιμη για τα κύτταρα τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phosphorylation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωσφορυλιώνω — Ν [φωσφορυλίωση] 1. χημ. διενεργώ φωσφορυλίωση 2. (βιοχ.) καταλύω την αντίδραση τής φωσφορυλίωσης …   Dictionary of Greek

  • κινάσες — Σημαντική κατηγορία ενζύμων που ανήκουν στις τρανσφεράσες, δηλαδή σε εκείνη την ομάδα ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά χημικών ομάδων από μία ουσία σε άλλη. Οι κ. είναι υπεύθυνες για την φωσφορυλίωση των υποστρωμάτων τους, μέσω της μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… …   Dictionary of Greek

  • ριβοκινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει ειδικά την φωσφορυλίωση τής ριβόζης …   Dictionary of Greek

  • φωτοφωσφορυλίωση — η, Ν (βιοχ.) διεργασία κατά την οποία τα πράσινα φυτά μετατρέπουν τη φωτεινή ενέργεια σε χημική, αλλ. φωτοσυνθετική φωσφορυλίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photophosphorylation] …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… …   Dictionary of Greek

  • Κάντελ, Έρικ — (Eric Kandel, Βιέννη 1929 –). Αμερικανός ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Χάρβαρντ της Βοστόνης. Δίδαξε ως καθηγητής στο τμήμα ψυχολογίας… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”